- σαβούρωμα
- το, Ν [σαβουρώνω]1. το γέμισμα πλοίου ή αεροστάτου με σαβούρα2. μτφ. α) υπερβολική λήψη τροφής, περιδρόμιασμαβ) συλλογή άχρηστων ή ασήμαντων αντικειμένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαβούρωμα — το, ατος 1. τοποθέτηση έρματος σε πλοίο. 2. γέμισμα με άχρηστα αντικείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερματισμός — ο [ερματίζω] η τοποθέτηση έρματος (σαβούρας) σε πλοίο ή αερόστατο (κν. σαβούρωμα) … Dictionary of Greek